- φαίδιμος
- -ον, θηλ. και -ίμη, Α(ποιητ. τ.)1. (ιδίως για μέλη τού ανθρώπινου σώματος αλειμμένα με λάδι) αυτός που λάμπει, στιλπνός («καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῑα», Ομ. Ιλ.)2. (για ήρωα) ένδοξος, ονομαστός3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατὰ ψυχὴν ἰσχυρός, ἐπίσημος, σπουδαῑος»4. ως κύριο όν. Φαίδιμος·μυθ. βασιλιάς τών Σιδωνίων στην Φοινίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαιδρός].
Dictionary of Greek. 2013.